ἐκέχειρον

ἐκέχειρον
ἐκέχειρον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εκέχειρον — ἐκέχειρον και ἐκεχείριον, το (Α) 1. τα έξοδα τού ταξιδιού τών θεωρών ή τών κηρύκων που ανάγγελλαν την ιερή εκεχειρία 2. αργύριο …   Dictionary of Greek

  • ἐκέχειρα — ἐκέχειρον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”